σκελίδα

σκελίδα
η / σκελίς, -ίδος, ΝΜΑ, και σκέλιδα Ν, και σχελίς ΜΑ, και σκελλίς Α
νεοελλ.
καθένα από τα μέρη από τα οποία αποτελείται το ενδοκάρπιο τού καρπού τών εσπεριδοειδών, αλλ. φέτα ή φελί
νεοελλ.-μσν.
καθένα από τα μέρη από τα οποία αποτελείται η κεφαλή τού σκόρδου
αρχ.
1. (κυρίως στον πληθ.) αἱ σκελίδες
α) επιμήκη μέρη κρεάτων
β) πλευρά βοδιού
2. (κατά τον Ησύχ.) «τὰ περιμήκη τμήματα»
3. φρ. «σκελίδες ὑῶν» — τα χοιρομέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αν θεωρηθεί σωστή η σύνδεση τής λ. με τον τ. σκέλος, τότε θα πρέπει να δεχθεί κανείς ως αρχικό τον τ. σκελίς και ως υστερογενή τον τ. σχελίς. Όμως, δημιουργεί προβλήματα στη σύνδεση αυτή τόσο η αρχαιότητα τού τ. σχελίς όσο και η διαφορά τής σημ. τών λ. σχελίς / σκελίς «πλευρά ζώου» και σκέλος «καθένα από τα κάτω άκρα». Τα στοιχεία αυτά οδηγούν πιθ. στην υπόθεση ότι πρέπει να ληφθεί ως αφετηρία ένας αρχαίος, άγνωστης όμως ετυμολ., τ. σχελίς, ο οποίος δέχθηκε την επίδραση τής λ. σκέλος. Η λ., τέλος, κυρίως στον τ. σκελίς / σκελίδα, χρησιμοποιήθηκε από τους μεσαιωνικούς χρόνους και μετά για να δηλώσει καθένα από τα μέρη τής κεφαλής τού σκόρδου, τα οποία έδιναν πιθ. την εντύπωση πλευρών].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκελίδα — σκελίδα, η και σκελίδι, το μέρος της κεφαλής του σκόρδου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άγλις — ἄγλις ( ιθος και ιδος) και ἀγλίς ( ῑθος), η (AM) 1. σκελίδα σκόρδου 2. συνήθως στον πληθ. αἱ ἄγλιθες το κεφάλι σκόρδου και οι σκελίδες που τό αποτελούν. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας, πιθανότατα να συνδέεται με το γέλγις, που έχει την ίδια… …   Dictionary of Greek

  • αγλίθα — και αγλίδα και αγουλήθρα και γλίθα και αγγλίδα, η 1. σκελίδα σκόρδου ή φέτα πορτοκαλιού, μανταρινιού κ.λπ. 2. αδένας 3. νόσος τού ήπατος τών αιγοπροβάτων, εχινόκοκκος 4. γενιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ουσ. ἄγλις*] …   Dictionary of Greek

  • γούλα — (I) και γούλη, η (Μ γούλα) στομάχι, κοιλιά νεοελλ. 1. πρόλοβος τών πτηνών, γκούσα 2. οισοφάγος 3. η λαιμαργία 4. σκελίδα σκόρδου 5. φέτα τών κιτρωδών 6. ψίχα τού αμυγδάλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. gula]. (II) η (Μ γούλα) [γουλί] είδος τεύτλου νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • κωλλιά — η βοτ. κοινή ονομασία καθενός από τα βολβίδια από τα οποία αποτελείται ο βολβός τού σκόρδου, η σκελίδα …   Dictionary of Greek

  • μονοσκέλιδον — μονοσκέλιδον, τὸ (Μ) σκελίδα σκόρδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + σκελίς, ίδος] …   Dictionary of Greek

  • σκελίδι — το / σκελίδιον, ΝΜ, και σκλίδι Ν [σκελίς, ίδος] (υποκορ. τ.) σκελίδα …   Dictionary of Greek

  • σκελλίς — ίδος, η, Α βλ. σκελίδα …   Dictionary of Greek

  • σκορδοσκελίδα — η, Ν καθένα από τα βολβομερή που αποτελούν τον βολβό τού σκόρδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόρδο + σκελίδα (< σκέλος)] …   Dictionary of Greek

  • σχελίς — ίδος, ἡ, Α βλ. σκελίδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”